εκμηνύω

εκμηνύω
ἐκμηνύω (AM)
1. αναγγέλλω, ανακοινώνω
2. προδίδω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐκμεμηνῦσθαι — ἐκμηνύω inform of perf inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηνύω — (ΑΜ μηνύω Μ και μηνυῶ, άω, Α και δωρ. τ. μανύω) 1. αποκαλύπτω μυστικό, καθιστώ κάτι γνωστό, φανερώνω, αποκαλύπτω («ποίου γὰρ ἀνδρὸς τήνδε μηνύει τύχην», Σοφ.) 2. εισάγω κατηγορία ή διατυπώνω καταγγελία εναντίον κάποιου («καὶ ὁ μὲν αὐτός τε καθ… …   Dictionary of Greek

  • ἐκμηνύσασθαι — ἐκμηνύ̱σασθαι , ἐκμηνύω inform of aor inf mid …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκμηνύων — ἐκμηνύ̱ων , ἐκμηνύω inform of pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”